- παρθενικότητα
- η1. το γνώρισμα τής παρθένου, η παρθενία2. μτφ. αγνότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
αμαλαγιά — και αναμαλαγιά και αμαλαγή, η 1. το να είναι κανείς αμάλαγος 2. (για ερωτικές σχέσεις) το να είναι κανείς άθικτος, αχάιδευτος, άρα αγνεία, παρθενικότητα 3. άθικτη, πλούσια σε χόρτο γη 4. ξηρά με άφθονη βλάστηση ή θάλασσα με πολλά ψάρια 5.… … Dictionary of Greek